- ὑπότυφος
- ὑπότῡφος , ὑπότυφοςpuffed upmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπότυφος — ον, Α κάπως αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τῦφος «έπαρση, αλαζονεία»] … Dictionary of Greek
ὑπότυφον — ὑπότῡφον , ὑπότυφος puffed up masc/fem acc sg ὑπότῡφον , ὑπότυφος puffed up neut nom/voc/acc sg ὑπότῡφον , ὑποτύφομαι imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπότῡφον , ὑποτύφομαι imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτύφων — ὑποτύ̱φων , ὑπότυφος puffed up masc/fem/neut gen pl ὑποτύ̱φων , ὑποτύφομαι pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπότυφα — ὑπότῡφα , ὑπότυφος puffed up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)